- κατοίκια
- Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά.
Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους είναι η κοινωνική οργάνωση, ο πολιτισμός ενός λαού και (κατά συνέπεια) οι αντίστοιχες οικοδομικές τεχνικές καθώς και οι συνθήκες του περιβάλλοντος, όπως το κλίμα, τα διαθέσιμα οικοδομικά υλικά της περιοχής και η διαμόρφωση του εδάφους.
τρωγλοδυτικές κ. Τα αρχαιότερα ίχνη ανθρώπινης διαμονής σε φυσικές κοιλότητες του εδάφους χρονολογούνται πριν από περίπου 300.000 έτη, δηλαδή από την κατώτερη παλαιολιθική περίοδο. Η σπανιότητα όμως τέτοιων ευρημάτων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι εκείνη την εποχή η διαμονή του ανθρώπου σε σπηλιές ήταν τυχαία και περιοριζόταν σε λίγες ομάδες. H υπόθεση αυτή φαίνεται να επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι αντικείμενα που χρησιμοποιούσε ο αρχαιότερος παλαιολιθικός άνθρωπος βρέθηκαν συχνά στην επιφάνεια των λεγόμενων ποτάμιων αναβαθμίδων. Είναι λοιπόν πιθανόν στις αρχές της ιστορίας του ο άνθρωπος, ευνοούμενος από μια μάλλον ήπια θερμοκρασία, να ζούσε στην ύπαιθρο, σε πρόχειρους καταυλισμούς στις όχθες των ποταμών. Αντίθετα οι άνθρωποι της μουστέριας περιόδου (πριν από 180.000 έως 40.000 χρόνια), λόγω επιδείνωσης του κλίματος, κατέλαβαν πολυάριθμες σπηλιές, όπως προκύπτει από τα αντικείμενα που βρέθηκαν. Αργότερα, κατά την ανώτερη παλαιολιθική περίοδο, τα προϊστορικά φύλα προτιμούσαν να διαμένουν σε φυσικές κοιλότητες, όπως φαίνεται από τις πολύτιμες μαρτυρίες που άφησαν για τον πολιτισμό τους. Πράγματι, στους πολιτισμούς της περιόδου αυτής ανήκουν οι βραχογραφίες, τα γλυπτά και τα αντικείμενα κοινής χρήσης που βρέθηκαν σε σπηλιές, σε διάφορα μέρη της Ευρώπης.
Κατά τη νεολιθική εποχή σε σπηλιές εξακολουθούσαν να μένουν κοινότητες τρωγλοδυτών, μολονότι o πιο διαδεδομένος τύπος κ. των πληθυσμών εκείνης της εποχής ήταν πλέον η καλύβα. Κατά τις επόμενες εποχές των μετάλλων, οι τρωγλοδυτικές συνήθειες περιορίστηκαν σε πολύ μικρές γεωγραφικές περιοχές, με τάση προς εξαφάνιση.
Στη Βαλκανική χερσόνησο, κυρίως στην Αλβανία και στη Βουλγαρία, εντοπίζονται και σήμερα τρωγλοδυτικές κ. Πρόκειται για κ. σκαμμένες σε βάθος 1,50-2 μ. κάτω από το χώμα και σκεπασμένες με στέγες από κλαδιά. Στο εσωτερικό τους, που πολλές φορές έχει αρκετά περίπλοκη διάταξη, υπάρχουν χώροι για τη διαμονή (ύπνος-φαγητό), την αποθήκευση τροφών και τον σταβλισμό των ζώων. Πρόκειται ουσιαστικά για κ. βυθισμένες στο έδαφος, που φαίνεται ότι αποτελούν παλαιότατη συνήθεια των λαών της περιοχής, όπως μνημονεύουν αρχαίοι συγγραφείς. Στην Ελλάδα σώζονται και λειτουργούν τρωγλοδυτικές κ. στο Διδυμότειχο, ενώ παλαιότερα υπήρχαν και στο Ηράκλειο της Κρήτης.
Στη Βόρεια Αμερική έχουν παρατηρηθεί αξιοσημείωτα ίχνη τρωγλοδυτικής ζωής, τα οποία οι αρχαιολόγοι χρονολογούν μεταξύ 1000 και 1300 μ.Χ. και τα αποδίδουν σε έναν ινδιάνικο πληθυσμό, από τον οποίο προέρχονται οι σημερινοί Pueblos. O λαός αυτός όχι μόνο διέμενε σε φυσικές σπηλιές αλλά επίσης έσκαβε τεράστιες σπηλιές σε εκτεταμένα βραχώδη τοιχώματα, δημιουργώντας ολόκληρες πόλεις. Στην Ασία σε σπηλιές κατοικούν σήμερα οι Βέδα – πρωτόγονος λαός που ζει στο νοτιοανατολικό τμήμα της Σρι Λάνκα. Επίσης στην Κελέβη (Σουλαουέσι), μεγάλο νησί της Ινδονησίας, οι Τοάλα χρησιμοποιούν για κ. φυσικές σπηλιές, μέσα στις οποίες φτιάχνουν τις καλύβες τους. Στην Κίνα, άπειρες σπηλαιώδεις κ. βρίσκονται σε εκτεταμένα αποθέματα λες (αργιλούχου πηλού), εύθρυπτου και πορώδους πετρώματος, που υψώνεται σε πελώρια τείχη, ύψους μερικές φορές 150 μ. Στην Τουρκία χρησιμοποιήθηκαν σε διάφορες εποχές τρωγλοδυτικές κ., σκαμμένες από τον άνθρωπο σε ηφαιστειακούς τόφους, που βρίσκονται στη Μικρά Ασία, κοντά στην Ουργούπ. Στην Αφρική τρωγλοδυτικά σπίτια συναντώνται στη Λιβύη και στην Τυνησία –αποτελούνται σχεδόν αποκλειστικά από υπόγειες τεχνητές κ., σκαμμένες από τον άνθρωπο σε πετρώματα– καθώς επίσης στην Αλγερία και στο Μαρόκο.
Τέλος, αξιοσημείωτα τρωγλοδυτικά χωριά υπάρχουν στις νοτιοανατολικές επαρχίες της Ιβηρικής χερσονήσου. Ιδιαίτερα ενδιαφέροντα είναι αυτά της Αλμερίας, του Κάδιξ και της Χαέν, στα οποία ζουν από αιώνες κοινότητες μόνιμα εγκατεστημένων τσιγγάνων.
καλύβα. Έτσι ονομάζεται η πρώτη μορφή κ. εξ ολοκλήρου κατασκευασμένης από τον άνθρωπο, που είναι σήμερα η πιο διαδεδομένη μεταξύ των πρωτόγονων ή νομαδικών λαών. Οι πληροφορίες για τις αρχαιότερες φάσεις της προϊστορίας δεν μας παρέχουν αρκετά στοιχεία για να καταλήξουμε σε ασφαλή συμπεράσματα για την προέλευση των καλυβών. Τα λείψανα μιας κυκλικής καλύβας με βάση από ξερολιθιά (τοίχος χτισμένος με πέτρες), που βρέθηκε σε μια προϊστορική τοποθεσία, κοντά στο γαλλικό χωριό Σολιτρέ –απ’ όπου πήρε την ονομασία του ο πολιτισμός και η περίοδος κατά την οποία αναπτύχθηκε (πριν από περίπου 19.000 χρόνια)–, φαίνεται να επιβεβαιώνουν την παρουσία τέτοιων κ. κατά την ανώτερη παλαιολιθική εποχή. Εξάλλου, πολλοί παλαιοντολόγοι θεωρούν πιθανό ότι και σε περιόδους αρχαιότερες της ανώτερης παλαιολιθικής ο άνθρωπος είχε κατασκευάσει υποτυπώδεις τύπους καλυβών από χοντρά κλαδιά δέντρων και φύλλα. Η υπόθεση αυτή βασίζεται στο γεγονός ότι τέτοιες στοιχειώδεις οικοδομικές ικανότητες διαθέτουν και σημερινοί πρωτόγονοι λαοί, των οποίων ο πολιτισμός έχει σταματήσει σε περιόδους πολύ αρχαιότερες από τη λίθινη εποχή, καθώς επίσης ορισμένοι ανθρωπόμορφοι πίθηκοι, όπως o χιμπατζής, που έχουν την ικανότητα να φτιάχνουν στοιχειώδη στέγαστρα, τα οποία ανανεώνουν και επισκευάζουν συχνά. Κατά τη νεολιθική περίοδο, τέλος, η καλύβα –όπως μαρτυρούν αναρίθμητα αρχαιολογικά ευρήματα– έγινε ο πιο κοινός τύπος κ., αντικαθιστώντας τη σπηλιά, που είχε στεγάσει τον παλαιολιθικό άνθρωπο. Η τυπική καλύβα της νεολιθικής περιόδου είχε κυκλικό ή ελλειπτικό σχέδιο με διάμετρο που ποίκιλλε από 1-4 μ. To δάπεδο βρισκόταν περίπου 10 εκ., σε μερικές περιπτώσεις 1 ή 2 μ., κάτω από το έδαφος· το χαρακτηριστικό αυτό πιθανώς οφειλόταν στην ανάγκη να περιοριστεί η διασπορά της θερμότητας ή να εξοικονομηθεί το αναγκαίο υλικό για την κατασκευή των τοίχων, οι οποίοι αποτελούνταν από έναν σκελετό από ξύλινους πασσάλους, βυθισμένους στο έδαφος και επιχρισμένους με ένα μείγμα από λάσπη και φυλλώδη κλαδιά δέντρων. Η στέγη, κωνική ή επικλινής, ήταν κατασκευασμένη από χόρτο, πηλό ή δέρματα ζώων. To χώμα που έβγαζαν σκάβοντας για να δημιουργήσουν το κοίλωμα πάνω από το οποίο στηνόταν η καλύβα συσσωρευόταν γύρω, έτσι ώστε να σχηματίζεται ένα φράγμα, για να μην κυλούν τα νερά της βροχής στο εσωτερικό της. Η είσοδος στην καλύβα γινόταν από μια δίοδο σκαμμένη στο ανάχωμα, η οποία μερικές φορές είχε σκαλοπάτια. Το δάπεδο, στο κέντρο του οποίου βρισκόταν η εστία, ήταν γενικά από πατημένο χώμα, βρέθηκαν όμως και λείψανα ξύλινων δαπέδων. Ελλειψοειδείς καλύβες έχουν ανακαλυφθεί στον Ορχομενό και στις Κυκλάδες· σπουδαίο αρχαιολογικό εύρημα αποτελεί το λίθινο αγγείο της Μήλου, το οποίο μιμείται ένα σύμπλεγμα 7 κυκλικών καλυβών γύρω από μια κοινή αυλή. Στη λεγόμενη λιμναία περίοδο, προχωρημένη φάση της νεολιθικής (4η χιλιετία π.Χ.) εμφανίστηκε πλάι στο στρογγυλό ή ωοειδές σχήμα της καλύβας και το τετράγωνο. H νέα αυτή μορφή αποτέλεσε, χωρίς αμφιβολία, μια αξιοσημείωτη πρόοδο σε σύγκριση με την κυκλική, γιατί, μεταξύ άλλων, επέτρεψε καλύτερη διαμόρφωση του εσωτερικού χώρου. Λείψανα τετράγωνων καλυβών από τη νεολιθική περίοδο βρέθηκαν σε πολλά μέρη της Ευρώπης, κυρίως στη Σκανδιναβία, στη Γερμανία, στην Ελβετία και κατά μήκος του Δούναβη.
Κατά την εποχή του μετάλλου που ακολούθησε, η τετράγωνη καλύβα αντικατέστησε βαθμιαία την κυκλική. Ωστόσο, η τελευταία εξακολούθησε να είναι αρκετά διαδεδομένη σε πολλές ζώνες, όπως δείχνουν τα αρχαιολογικά ευρήματα και προπάντων οι τεφροδόχοι υδρίες υπό μορφή καλύβας που βρέθηκαν στις νεκροπόλεις της κεντρικής Ιταλίας. Εκεί όπου οι δύο μορφές συνυπήρχαν στο ίδιο χωριό, έχει παρατηρηθεί γενικά ότι η τετράγωνη καλύβα προοριζόταν για τους αρχηγούς της φυλής και τις οικογένειες των αξιωματούχων.
Σε αυτή ακριβώς την εποχή τοποθετείται η μετάβαση από την καλύβα στο σπίτι. Μια πολύτιμη μαρτυρία για την εξέλιξη της μεταβατικής αυτής φάσης προσέφεραν οι αρχαιολογικές ανασκαφές στη Γερμανία, στην Αυστρία και στη Γαλλία, οι οποίες έφεραν στο φως έναν τύπο τετράγωνης κατασκευής με τοίχους από μεγάλες πέτρες, που όμως, αν και τα χαρακτηριστικά του παρουσιάζουν σαφή εξέλιξη σε σύγκριση με την πατροπαράδοτη δομή της καλύβας, δεν μπορεί ακόμη να θεωρηθεί σπίτι.
Η εμφάνιση μιας πιο εξελιγμένης αρχιτεκτονικής δεν σήμανε παράλληλα την εξαφάνιση της καλύβας. Πράγματι, αυτή επέζησε για πολύ καιρό –ακόμη και σε χώρες με υψηλό αρχιτεκτονικό πολιτισμό– ως κ. των ανθρώπων της υπαίθρου, ενώ είναι και σήμερα αρκετά κοινή σε πρωτόγονους πολιτισμούς. Οι κ. των πρωτόγονων αυτών λαών, μολονότι παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία ιδιαίτερων χαρακτηριστικών, μπορούν παρ’ όλα αυτά να υπαχθούν σε γενικότερες μορφές: τον αλεξήνεμο τύπο, το τροπικό στέγαστρο, την κυψελοειδή καλύβα, την κυλινδρική καλύβα και την τετράγωνη. Ο αλεξήνεμος τύπος αποτελείται από ένα ημικύκλιο φτιαγμένο από κλαδιά δέντρων, σκεπασμένα με χονδροειδείς ψάθες ή με φλοιούς δέντρων· τον χρησιμοποιούν οι Βουσμάνοι της ερήμου Καλαχάρι και οι ιθαγενείς της κεντρικής Αυστραλίας. Αντίθετα, το στέγαστρο –διαδεδομένο στους Βέδα της Σρι Λάνκα, στους Ανταμάνιους, στους Νεγρίτες των Φιλιππίνων και σε ορισμένους πληθυσμούς της Μαλαϊκής χερσονήσου– αποτελείται, στην πιο απλή μορφή του, από ένα στρώμα φύλλων ή χόρτων και στηρίζεται στο επάνω μέρος σε δύο πασσάλους. Η κυψελοειδής καλύβα αποτελείται από έναν κύκλο από κλαδιά βυθισμένα στο έδαφος, με τις κορυφές τους λυγισμένες και ενωμένες στο κέντρο. Σχηματίζεται έτσι ένα περίπου στρογγυλό πλέγμα, το οποίο καλύπτεται, κατά περίπτωση, από φύλλα, φλοιούς δέντρων, ψάθες ή δέρματα ζώων. Αυτός ο τύπος κατασκευής είναι ο πιο συνηθισμένος μεταξύ των πρωτόγονων λαών· συναντάται στη Γη του Πυρός, στην ανατολική Βραζιλία, στη χερσόνησο της Μαλάκα και στις νήσους Ανταμάν· η κύρια όμως περιοχή διάδοσής του είναι η αφρικανική ήπειρος, όπου τον έχουν υιοθετήσει οι Βουσμάνοι, οι Νεγρίλοι, οι Οτεντότοι και ορισμένοι σουδανικοί λαοί καθώς και οι λαοί της ανατολικής Αφρικής, που ασχολούνται με την κτηνοτροφία. Στην Ελλάδα αξιόλογες ελλειψοειδείς καλύβες με κλαδιά δέντρων κατασκευάζουν και χρησιμοποιούν οι Σαρακατσάνοι, οι οποίοι ζουν νομαδική ζωή λόγω της κύριας ασχολίας τους με την κτηνοτροφία. Οι καλύβες αυτές, που συμπληρώνονται και από τα στέγαστρα στα οποία σταβλίζουν τα κοπάδια τους, αποτελούν πολλές φορές ολόκληρα συγκροτήματα, τα μαντριά, τα οποία συναντώνται κατά μήκος των οδών κίνησής τους μεταξύ θερινών και χειμερινών τόπων διαμονής. Η κυλινδρική καλύβα, που προήλθε πιθανότατα από την κυψελοειδή, κατασκευάζεται –όπως και η τελευταία– σε κυκλικό σχέδιο και αποτελείται από κάθετους τοίχους, στους οποίους τοποθετείται κωνική στέγη. Είναι και αυτή μια τυπική μορφή κ. της Αφρικής, μολονότι εμφανίζεται και σε ορισμένα μέρη της Ωκεανίας, της Μαλαισίας και της Νότιας Αμερικής. Στην Αφρική συναντάται στις σουδανικές και στις νότιες σαβάνες και είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη στην Αιθιοπία. Η στέγη της καλύβας αυτής αποτελείται γενικά από χόρτο ή φύλλα, ενώ οι τοίχοι κατασκευάζονται είτε με πασσάλους μπηγμένους στο έδαφος και επιχρισμένους με πηλό ή με πλίθες από πηλό είτε με χτιστούς τοίχους.
Το πιο απλό παράδειγμα τετράγωνης καλύβας είναι ένα στοιχειώδες καταφύγιο, το οποίο απαρτίζεται από δύο πλαίσια φύλλων ενωμένων κατά μήκος της επάνω πλευράς. Μια τέτοια στοιχειώδης κατασκευή είναι αρκετά συνηθισμένη μεταξύ των Σεμάνγκ της Μαλαϊκής χερσονήσου και μεταξύ των κατοίκων των νήσων Ανταμάν. Εφαρμόζοντας την ίδια αρχή οι ιθαγενείς πολλών νησιών της Μελανησίας, που είναι καλύτεροι τεχνίτες, κατασκευάζουν καλύβες πολύ πιο μεγάλες και πιο ανθεκτικές. Αντίθετα, στην Ινδονησία η στέγη έχει μικρότερη κλίση και στηρίζεται σε τέσσερις πασσάλους· δημιουργείται έτσι ένα είδος στεγάστρου χωρίς τοίχους. Αλλού πάλι η στέγη, με πλευρές που έχουν μικρή ή μεγάλη κλίση, στηρίζεται σε κάθετους τοίχους. Αυτός είναι ο πιο εξελιγμένος τύπος τετράγωνης καλύβας και συναντάται στην Ωκεανία, στη Μαλαισία και σε διάφορες ηπειρωτικές ζώνες της νοτιοανατολικής Ασίας. Στη Νότια Αμερική, η τετράγωνη καλύβα είναι διαδεδομένη κυρίως μεταξύ των αυτόχθονων πληθυσμών της Βενεζουέλας, της Κολομβίας και της Βραζιλίας. Στην Αφρική συναντάται σε μια λωρίδα που αρχίζει από την ανατολική ακτή, διέρχεται από την περιοχή των τροπικών δασών και φτάνει έως την παράκτια δυτική ζώνη, στο ύψος της Γουινέας.
Σε πολλές περιπτώσεις η καλύβα δεν στηρίζεται απευθείας στο έδαφος, αλλά πάνω σε πασσάλους. Η χαρακτηριστική αυτή κατασκευή είναι κοινή στη Μελανησία, στην Ινδονησία, στη Μυανμάρ και στην Ινδοκίνα, όπου έχει και το σχήμα της τετράγωνης καλύβας. Αντίθετα, σε άλλες γεωγραφικές περιοχές, οι ψηλές κατασκευές πάνω σε πασσάλους είναι σπανιότερες και έχουν γενικά κυκλικό σχέδιο, όπως συμβαίνει σε μερικές παράλιες ζώνες και ποτάμιες λεκάνες της Αφρικής αλλά και σε ορισμένα μέρη της τροπικής Αμερικής. Σκοπός των πασσαλώσεων αυτών ήταν να προσαρμοστεί η κ. στις ιδιότυπες συνθήκες κλίματος και τοπογραφίας. Στην Ελβετία, κατά τη διάρκεια του λεγόμενου λιμναίου πολιτισμού της νεολιθικής εποχής, κατασκευάζονταν ολόκληρα χωριά πάνω σε ψηλούς πασσάλους στα νερά ή στις όχθες των βάλτων και των λιμνών, επειδή τα πυκνότατα δάση που υπήρχαν την εποχή εκείνη στις γύρω περιοχές δεν άφηναν διαθέσιμο χώρο για ανθρώπινες κ. Παρόμοιες συνθήκες ανάγκασαν τη δημιουργία πασσαλωτών κ. σε ορισμένους πρωτόγονους πληθυσμούς της εποχής μας. Σε άλλες περιπτώσεις ο τύπος αυτός κατασκευής οφειλόταν κυρίως στην ανάγκη να αποφευχθεί η υγρασία του εδάφους, όπως προκύπτει από το γεγονός ότι είναι πολύ διαδεδομένος στην υγρή τροπική ζώνη. Αντίθετα, η ανάγκη άμυνας εναντίον επιθέσεων ζώων και ανθρώπων φαίνεται να έχει μικρότερη σημασία ως κίνητρο χρησιμοποίησης πασσάλων και παρατηρείται μόνο περιορισμένα. Τετράγωνες καλύβες πάνω σε πασσάλους –τις δραγασιέςδραγατσούλες– κατασκευάζουν οι χωρικοί των νήσων του Ιονίου, της Πελοποννήσου και αλλού για την επιτήρηση των κτημάτων τους κατά το καλοκαίρι, που είναι και η εποχή της συγκομιδής.
σκηνή. Ο τύπος αυτός κ. διαφέρει από τους άλλους, γιατί τα υλικά που τον αποτελούν μπορούν εύκολα να αποσυναρμολογηθούν και να μεταφερθούν αλλού. Το ιδιότυπο αυτό χαρακτηριστικό συνδέεται με μια ουσιώδη πλευρά της ζωής των λαών που χρησιμοποιούν τη σκηνή ως μόνιμη ή εποχιακή κ., την ανάγκη συχνών μετακινήσεων για την αναζήτηση νέων βοσκότοπων ή πλουσιότερων κυνηγότοπων. Η σκηνή είναι πράγματι η τυπική κ. των νομάδων που ζουν στις στέπες ή στην τούνδρα.
Η μορφή αυτή κ. είναι περισσότερο διαδεδομένη στην Αμερική, στην Ασία και στην Αφρική. Υπάρχει ωστόσο και στην Ευρώπη ένας λαός που χρησιμοποιεί τη σκήνη ως θερινή κ.: οι Λάπωνες των βόρειων ζωνών της Φιλανδίας, της Σουηδίας και της Νορβηγίας. Η λαπωνική σκηνή αποτελείται από πασσάλους τοποθετημένους σε σχήμα κώνου, ο οποίος στηρίζεται σε ένα εσωτερικό πλέγμα από ξύλα λυγισμένα σε ημικύκλιο· η επένδυση είναι από δέρμα τάρανδου ή από ύφασμα. Όμοια με τη λαπωνική, αλλά πιο απλή και πιο ελαφριά, είναι η σκηνή που χρησιμοποιούν το καλοκαίρι οι Εσκιμώοι της Αλάσκα και του Καναδά.
Νοτιότερα, στην Αμερική, οι ινδιάνικες φυλές που ζούσαν έως τον 19ο αι. στις μεγάλες πεδιάδες των ΗΠΑ και του Καναδά κατοικούσαν, πριν προσαρμοστούν στον τρόπο ζωής των αποίκων, σε μια σκηνή που ονόμαζαν τιπί. Η σκηνή αυτή ήταν κατασκευασμένη με ένα κάλυμμα από δέρματα βούβαλων, τεντωμένο πάνω σε έναν κωνικό σκελετό από πασσάλους που διασταυρώνονταν στην κορυφή. Οι πάσσαλοι ήταν τοποθετημένοι έτσι ώστε στο σημείο συνάντησής τους να υπάρχει ένα άνοιγμα για την έξοδο του καπνού. Η είσοδος, πολύ χαμηλή, βρισκόταν προς την ανατολή και έκλεινε με μια δερμάτινη κουρτίνα. Συχνά η τιπί ήταν βαμμένη με ζωηρά χρώματα.
Μια άλλη χαρακτηριστική σκηνή των ιθαγενών της Βόρειας Αμερικής ήταν η ουίγκουαμ, την οποία χρησιμοποιούσαν για διαμονή οι φυλές των Αλγονκίνων που ζούσαν στις δασώδεις περιοχές. Η ουίγκουαμ είχε ωοειδές δάπεδο, από το οποίο υψωνόταν ένα πλέγμα από ελαφρούς πασσάλους σε σχήμα τρούλου, σκεπασμένου με λωρίδες φλοιών δέντρου. Στις βορειότερες ζώνες, τον φλοιό των δέντρων αντικαθιστούσαν δέρματα ζώων.
Στην ανατολική Ασία η κωνική σκηνή είναι κοινή και σήμερα σε πολλούς πληθυσμούς. Το υλικό των καλυμμάτων στον βορρά ήταν από δέρματα τάρανδων και στον νότο από φλοιό σημύδας (ψηλόκορμο δέντρο, κυπελλοφόρο, με λευκό φλοιό και ξύλο).
Στις στέπες της κεντρικής Ασίας, σε μια τεράστια περιοχή που εκτείνεται από την ανατολική Μογγολία σχεδόν έως την αλυσίδα των Ουραλίων, οι τουρκικές και μογγολικές νομαδικές φυλές χρησιμοποιούν έναν τύπο σκηνής που ονομάζουν γιούρτα. Η γιούρτα είναι από τις πιο άνετες και πιο ευρύχωρες γνωστές σκηνές και κάποιες από αυτές θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν πολυτελείς. Το σχήμα τους είναι κυκλικό, ενώ οι τοίχοι αποτελούνται από ένα ξύλινο δικτυωτό, στερεωμένο σε πασσάλους, βυθισμένους βαθιά στο έδαφος, σκεπασμένοι απέξω με κετσέ και από μέσα με ψάθες. Η στέγη, που στηρίζεται σε μακρούς πασσάλους οι οποίοι συγκλίνουν στο κέντρο, παρουσιάζει μια κωνική προεξοχή στη μογγολική γιούρτα, ενώ στην τουρκική έχει τη μορφή χαμηλού τρούλου. Το εσωτερικό των σκηνών αυτών διαιρείται σε διάφορα τμήματα, που χωρίζονται με τη σειρά τους με υφασμάτινα παραπετάσματα.
Οι βεδουίνοι της βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής χρησιμοποιούν για κ. μια σκηνή σε σχήμα τετράγωνο. Ο σκελετός της σκηνής αυτής αποτελείται από πολύ χαμηλούς πασσάλους που στηρίζουν τη στέγη, η οποία είναι κατασκευασμένη από λωρίδες υφασμένες από γιδίσιο, πολύ συχνά μαύρο μαλλί και ραμμένες μαζί.
Στη Σομαλία και σε άλλες ζώνες της ανατολικής Αφρικής, οι νομαδικοί ποιμενικοί πληθυσμοί χρησιμοποιούν μια πρωτόγονη σκηνή πολύ μικρών διαστάσεων με στρογγυλωπό πλέγμα, από πασσάλους λυγισμένους σε μορφή θόλου, τον οποίο σκεπάζουν με ψάθες συνενωμένες με φυτικές ίνες.
ιγκλού. Η κατασκευή αυτή από χιόνι αποτελεί ίσως το πιο θαυμαστό δείγμα προσαρμογής ενός λαού στο περιβάλλον. Οι Εσκιμώοι του Καναδά κατοικούν σε ιγκλού κατά το δεύτερο μισό του χειμώνα, την περίοδο του κυνηγιού. Το ιγκλού κατασκευάζεται από χιόνι, το μοναδικό υλικό που είναι διαθέσιμο την περίοδο του χειμώνα. Όγκοι χιονιού τοποθετούνται στα κράσπεδα μιας στρογγυλής τάφρου, ο ένας επάνω στον άλλο κατά δακτυλίους, μέχρις ότου ένας και μοναδικός όγκος κλείσει επάνω τον θόλο· στην κορυφή του θόλου μια τρύπα επιτρέπει την έξοδο του καπνού. Το χιόνι παγώνει και η κατασκευή γίνεται ανθεκτικότατη. Η είσοδος στο ιγκλού γίνεται από έναν χαμηλό διάδρομο, επίσης από χιόνι. Υπάρχει ακόμη ένα μικρό παράθυρο, που κλείνει συνήθως με ένα λεπτό φύλλο πάγου. Το εσωτερικό αυτής της κ. είναι στρωμένο με δέρματα ταράνδων, ενώ τα λυχνάρια, που καίνε με λάδι φάλαινας, το κάνουν αρκετά ζεστό. Την άνοιξη το ιγκλού αρχίζει να λιώνει και οι κάτοικοι μετοικούν στις σκηνές, που είναι η θερινή κ. τους.
πλωτές κ. Η χρήση κ. του τύπου αυτού χρονολογείται από τη νεολιθική εποχή. Σε μια λίμνη της Σγέλαντ (Δανία) βρέθηκαν λείψανα από μεγάλες μαούνες, τις οποίες ο προϊστορικός άνθρωπος χρησιμοποιούσε για κ. Ακόμα και σήμερα, σε μερικές ζώνες είναι αρκετά διαδεδομένη η συνήθεια της κ. στο νερό. Κατά μήκος των ποταμών και στα λιμάνια της κεντρικής και νότιας Κίνας χιλιάδες άνθρωποι ζουν μέσα σε βάρκες περίπου 6 μ., οι οποίες φιλοξενούν ολόκληρες οικογένειες. Αντίθετα, στις αφρικανικές λίμνες υπάρχουν πλωτά νησιά από πάπυρο, με τεχνητή ενίσχυση, πάνω στα οποία οι ιθαγενείς κατασκευάζουν τις καλύβες τους.
(Νομ.)Η έννοια και ο προσδιορισμός της κ. παρουσιάζουν πολύπλευρο ενδιαφέρον τόσο στο ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο δίκαιο. Πολλές έννομες καταστάσεις του προσώπου εξαρτώνται από τον τόπο της κ. του, αλλά και η ίδια η κ., που αποτελεί δικαίωμα και άσυλο του προσώπου, είναι αντικείμενο ειδικής συνταγματικής προστασίας. Γενικά, κ. είναι ο τόπος στον οποίο κατά κύριο λόγο –και μόνιμα– είναι εγκατεστημένο ένα πρόσωπο. Στον τόπο αυτό του κοινοποιούνται τα δικόγραφα, συντάσσονται οι ληξιαρχικές πράξεις που τον αφορούν, καθορίζεται η αρμοδιότητα των δικαστηρίων στα οποία υπάγεται, ο τόπος παροχής ή καταβολής για το ενοχικό δίκαιο, η διαμαρτύρηση τίτλων, οι διάφορες γνωστοποιήσεις (όπου απαιτούνται) κ.ά. Η κ. διακρίνεται στην εκούσια και στη νόμιμη ή αναγκαστική. Εκούσια είναι εκείνη που προσδιορίζεται με τη θέληση του προσώπου.
Δύο είναι τα βασικά της στοιχεία: η πραγματική εγκατάσταση (corpus) και η θέληση του προσώπου να έχει τον τόπο αυτό μόνιμη κ. του (animus). Νόμιμη είναι εκείνη που θεωρείται από τον νόμο κ. του προσώπου, ανεξάρτητα από τη θέλησή του. Η νόμιμη κ. ονομάζεται αναγκαία, όταν δεν προσδιορίζεται απευθείας από τον νόμο, αλλά αποτελεί συνέπεια άλλης νομικής κατάστασης του προσώπου (για παράδειγμα, φυλακισμένος). Καταρχήν, εκτός από τις περιπτώσεις που αναφέρονται ειδικά στον νόμο ή τις περιπτώσεις της αναγκαίας κ., το πρόσωπο είναι ελεύθερο να επιλέγει και να προσδιορίζει την κ. του (dominicilium voluntarium). Η ελευθερία αυτή προστατεύεται και συνταγματικά στο πλαίσιο των ατομικών ελευθεριών.
Βάρκες-κατοικίες στο Χονγκ Κονγκ. Στις ακτές της ανατολικής Ασίας πολλές χιλιάδες άνθρωποι περνούν ολόκληρη τη ζωή τους πάνω σε αυτές τις πλωτές κατοικίες, των οποίων η χρήση χρονολογείται από τη νεολιθική εποχή.
Οι νομάδες των ερημικών εκτάσεων της Σαχάρας και της Αραβίας χρησιμοποιούν για κατοικίες τους αποκλειστικά τσαντίρια, κατοικία πρόσφορη για τη νομαδική ζωή τους.
Καρμάκ, χειμερινή κατοικία των Εσκιμώων της Αλάσκα, στις βόρειες περιοχές της.
Οι καλύβες των Σαρακατσάνων, ελλειψοειδείς με κλαδιά δέντρων, αποτελούν πολλές φορές ολόκληρα συγκροτήματα και συναντώνται συχνά στην ηπειρωτική Ελλάδα, κυρίως στη Θεσσαλία.
Το εσωτερικό μιας καλύβας στην Αιθιοπία, σκεπασμένο με ψάθες.
Κατοικίες τυπικού οχυρωμένου χωριού στο Χορασάν του Ιράν.
Ερείπια κατοικιών στον Εθνικό Δρυμό του Μέσα Βέρντε στο Κολοράντο των HΠA.
Τρωγλοδυτικές κατοικίες, σκαμμένες στους βράχους της Καππαδοκίας.
Ένα από τα μεγάλα τρωγλοδυτικά σπήλαια των Βραχωδών Ορέων (Τενεσί, ΗΠΑ), κατοικία των ινδιάνικων πληθυσμών έως πριν από 700 χρόνια.
* * *κατοίκια, τὰ (Α)τα αγαθά που βρίσκονται συνήθως στο σπίτι.[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» < φρ. κατ’ οἶκον)].
Dictionary of Greek. 2013.